ιχνογραφικός

ιχνογραφικός
η , ό[ν] рисовальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιχνογραφικός" в других словарях:

  • ιχνογραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ιχνογραφία ή στον ιχνογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η ιχνογραφική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής ιχνογραφίας. επίρρ... ιχνογραφικώς και ά με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφία ή ἰχνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803… …   Dictionary of Greek

  • ιχνογραφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ιχνογραφία: Ιχνογραφικό σχεδίασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»